υποδειγματικως

υποδειγματικως
    ὑποδειγματικῶς
    ὑπο-δειγμᾰτικῶς
    1) в качестве примера
    

(μεμνῆσθαί τινος Sext.)

    2) на примерах, наглядно
    

(κατοπτεύειν τι Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υποδειγματικως" в других словарях:

  • ὑποδειγματικῶς — ὑποδειγματικός by way of example adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδειγματικός — ή, ό / ὑποδειγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [υπόδειγμα, ατος) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται για να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα (α. «υποδειγματική διδασκαλία» β. «υποδειγματική καλλιέργεια») 2. αυτός που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα, ως πρότυπο (α.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»